συνένησε

συνένησε
συννέω 2
pile
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συννέω — (I) Α κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»]. (II) και ιων. τ. συννήω Α συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”